ἑλωδῶν

ἑλωδῶν
ἑλώδης
marshy
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μπεκατσίνι — (capella gallinago). Πουλί της οικογένειας των σκολοπακιδών, της τάξης των χαραδριόμορφων. Τυπικό των ελωδών ζωνών, το γένος capella (γαλλινούλη) είναι διαδεδομένο σε όλες τις ηπείρους, εκτός από την Αυστραλία. Το μ. είναι όμοιο με τη μπεκάτσα,… …   Dictionary of Greek

  • οφιολατρεία — Η λατρεία των φιδιών αλλά και, γενικότερα, των ερπετών. Το φίδι στη συνείδηση των πρωτόγονων ήταν το πιο μυστηριώδες ζώο. Με την ευκινησία του, παρά το γεγονός ότι δεν είχε πόδια, τους χρωματισμούς του, τα λαμπερά μάτια του και την ικανότητα του… …   Dictionary of Greek

  • ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… …   Dictionary of Greek

  • νυχτοκόρακας — (nycticomx nycticorax). Πελαγόμορφο καλοβατικό πτηνό της οικογένειας των Ερωδιιδών που είναι ευρέως διαδεδομένο στη νοτιοκεντρική Ευρασία, στην Αφρική και στην Αμερική. Έχει πάρει την ονομασία ν. για την κραυγή του που μοιάζει με του κόρακα και… …   Dictionary of Greek

  • ποντεδερία — και ποντεδέρια, η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη λιλιώδη και περιλαμβάνει πέντε είδη πολυετών υδρόβιων ριζωματωδών φυτών που είναι ιθαγενή τών ελωδών περιοχών τής Αμερικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pontederia από το …   Dictionary of Greek

  • ταξόδιο — (taxodium). Γένος κωνοφόρων ξυλωδών φυτών της οικογένειας των ταξοδιιδών. Είναι ψηλά δέντρα με φλοιό που έχει σχισμές. Αριθμεί 3 είδη τα οποία απαντούν στο νοτιοανατολικό τμήμα της Βόρειας Αμερικής και στο Μεξικό. Το σπουδαιότερο είναι το τ. το… …   Dictionary of Greek

  • αιμοσπορίδια — Πρωτόζωα που ανήκουν στην οικογένεια των σποροζώων. Αποτελούνται μόνον από πρωτόπλασμα, που είναι ουσία λευκωματώδης και εμφανίζει όλες τις λειτουργίες της ζωής (θρέψη, πολλαπλασιασμό κλπ.). Τα α. είναι ορατά μόνο με το μικροσκόπιο και μοιάζουν,… …   Dictionary of Greek

  • Βόρνεο — (ινδον. Kalimantan). Νησί (743.330 τ. χλμ., 16.137.216 κάτ. το 2000) του συμπλέγματος της Σούνδης στη νότια Ασία, το μεγαλύτερο του αρχιπελάγους και τρίτο μεγαλύτερο του κόσμου, μετά τη Γροιλανδία και τη Νέα Γουινέα. Βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο… …   Dictionary of Greek

  • λυκοποδιώδη — (lycopodiinae). Kλάση πτεριδοφύτων που περιλαμβάνει ισόσπορα και ετερόσπορα είδη που διακρίνονται σε τέσσερις τάξεις. Τα φυτά αυτά έχουν πραγματικές ρίζες, πραγματικό βλαστό και πολύ μικρά φύλλα που μοιάζουν με εκείνα των βρύων. Μερικά από τα… …   Dictionary of Greek

  • Στυμφαλίδες όρνιθες — Τερατώδη πουλιά της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, που ζούσαν στη λίμνη Στυμφαλία. Τίναζαν με φοβερή δύναμη τα φτερά τους σαν βέλη, κατάστρεφαν και μόλυναν τους καρπούς και τα φυτά και τρέφονταν με ανθρώπινες σάρκες, που κατασπάραζαν στις πυκνές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”